φωνόλιθος

φωνόλιθος
ο, Ν
(πετρογρ.) συνοπτική ονομασία τών μελών μιας ομάδας εκρηξιγενών πετρωμάτων τα οποία είναι πλούσια σε νεφελίνη και καλιούχο νάτριο και αποχωρίζονται σε λεπτές ανθεκτικές πλάκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phonolite < φωνή + λίθος. Η λ., που μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως, πλάστηκε επειδή οι πλάκες τού πετρώματος παράγουν δυνατό ήχο όταν χτυπηθούν με σφυρί ή άλλο σκληρό μεταλλικό αντικείμενο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φωνόλιθος — ο (ορυκτ.), ηφαιστειογενές σταχτοπράσινο πέτρωμα, που οι πλάκες του ηχούν όταν χτυπηθούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωνολιθικός — ή, ό, Ν (πετρογρ.) φρ. «φωνολιθικός τόφφος» τόφφος αποτελούμενος από τα ίδια συστατικά από τα οποία αποτελείται και ο φωνόλιθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνόλιθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”